Του Γιάννη Σιάτρα
Η Ελλάδα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες όπου, ο φόρος που πληρώνουν οι πολίτες διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμά τους. Αυτό, συνιστά μία μεγάλη αδικία η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φορολογικής συνείδησης και την ένταση της φοροδιαφυγής, ενώ ενδεχομένως πάσχει από άποψη συνταγματικότητας.
Στα πλαίσια προσφυγής μέλους μας που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εκπονήσαμε μελέτη για την τελική φορολόγηση μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών που έχουν το ίδιο εισόδημα (χρησιμοποιήσαμε το “μέσο εισόδημα”, όπως το υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Αρχή για τη Eurostat), για την περίοδο 1964 – 2013.
Στη μελέτη αυτή αποδεικνύουμε ότι:
α) Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, το φαινόμενο της διαφορετικής αντιμετώπισης των φορολογούμενων, ανάλογα με το επάγγελμά τους, είναι συχνό.
β) Αυτή η αντιμετώπιση προκαλεί μία διαφοροποίηση στη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ πολιτών με το ίδιο εισόδημα. Σε ορισμένες περιόδους, η διαφοροποίηση αυτή είναι μικρή, ενώ σε άλλες είναι τεράστια. Κατά την τρέχουσα περίοδο, η διαφορά έχει φθάσει σε όρια υπερβολής, αφού για το ίδιο εισόδημα, ο ελεύθερος επαγγελματίας πληρώνει 163,9% παραπάνω φόρο, σε σχέση με τον μισθωτό.
β) Αυτή η αντιμετώπιση προκαλεί μία διαφοροποίηση στη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ πολιτών με το ίδιο εισόδημα. Σε ορισμένες περιόδους, η διαφοροποίηση αυτή είναι μικρή, ενώ σε άλλες είναι τεράστια. Κατά την τρέχουσα περίοδο, η διαφορά έχει φθάσει σε όρια υπερβολής, αφού για το ίδιο εισόδημα, ο ελεύθερος επαγγελματίας πληρώνει 163,9% παραπάνω φόρο, σε σχέση με τον μισθωτό.
Ως βασικές υποθέσεις εργασίας της μελέτης, πέραν από τον “μέσο μισθό” (όπως προκύπτει μετά από την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών), θεωρούμε ότι ο εργαζόμενος είναι έγγαμος με ένα παιδί, δε λαμβάνουμε υπ' όψη διάφορες φοροελαφρύνσεις, ενώ λαμβάνουμε υπ' όψη και το “τέλος επιτηδεύματος” (για την περίοδο 2011-2013) το οποίο θεωρούμε ως φόρο που καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με την αντίστοιχη επίπτωση στη φορολογική τους επιβάρυνσή. Τέλος, δε λαμβάνουμε υπ' όψη την προκαταβολή του φόρου εισοδήματος. Το φορολογητέο εισόδημα και ο καταλογιζόμενος φόρος προσδιορίστηκαν με βάση την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες.
Η εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης μέσα στο χρόνο: Η φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος διαφοροποιήθηκε σημαντικά στα τελευταία 50 χρόνια.
* Έως και το 1975 κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,1% έως 0,9% για τους μισθωτούς και 0,3% έως 2,0% για τους ελεύθερους επαγγελματίες). Αυτό είναι φυσιολογικό, αφού τα εισοδήματα της εργασίας, στο σύνολο της οικονομίας, ήταν ακόμη χαμηλά, ενώ η φορολογική πολιτική του κράτους εξακολουθούσε να βασίζεται κυρίως στους έμμεσους φόρους (φόρους κατανάλωσης, φόρους πολυτελείας, έσοδα τελωνείων κλπ). Άλλωστε, την περίοδο εκείνη, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος ήταν μόλις το 10% έως 13% των συνολικών εσόδων του Προϋπολογισμού. Από το 1975 ξεκίνησε η φάση αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Στην περίοδο 1976-1980, η επιβάρυνση κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 5,7% για τους μισθωτούς και μεταξύ 3,0% και 10,5% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
* Έως και το 1975 κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,1% έως 0,9% για τους μισθωτούς και 0,3% έως 2,0% για τους ελεύθερους επαγγελματίες). Αυτό είναι φυσιολογικό, αφού τα εισοδήματα της εργασίας, στο σύνολο της οικονομίας, ήταν ακόμη χαμηλά, ενώ η φορολογική πολιτική του κράτους εξακολουθούσε να βασίζεται κυρίως στους έμμεσους φόρους (φόρους κατανάλωσης, φόρους πολυτελείας, έσοδα τελωνείων κλπ). Άλλωστε, την περίοδο εκείνη, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος ήταν μόλις το 10% έως 13% των συνολικών εσόδων του Προϋπολογισμού. Από το 1975 ξεκίνησε η φάση αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Στην περίοδο 1976-1980, η επιβάρυνση κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 5,7% για τους μισθωτούς και μεταξύ 3,0% και 10,5% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
* Η φορολογική επιβάρυνση μεταβλήθηκε σημαντικά και σταθεροποιήθηκε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν ο πληθωρισμός, η επέκταση του Κράτους και η ελλειμματικότητα των Προϋπολογισμών επέβαλλαν την αύξηση της φορολόγησης. Κατά τη δεκαετία αυτή, η φορολογική επιβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 8,0% για τους μισθωτούς και σε 15,4% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
* Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι φορολογικοί συντελεστές μειώθηκαν σημαντικά, παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα της περιόδου και διατηρήθηκαν χαμηλά έως το τέλος της δεκαετίας. Η φορολογική επιβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 3,4% για τους μισθωτούς και στο 4,1% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
* Η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σημαντικά και κυμάνθηκε πάνω από το 10% κατά τη δεκαετία του 2000, ενώ δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της φορολογίας μισθωτών και της φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών. Στην περίοδο αυτή, η φορολογική επιβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 10,4% για τους μισθωτούς και στο 11,4% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
* Η φορολογία “εκτοξεύθηκε” σε δυσθεώρητα ύψη μεταξύ των ετών 2011 και 2013, ενώ η διαφοροποίηση στη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών αυξήθηκε σημαντικά (η μέση φορολογική επιβάρυνση φθάνει στο 13,9% για τους μισθωτούς και στο 21,5% για τους ελεύθερους επαγγελματίες).
Ο παρακάτω πίνακας, δείχνει την ανά δεκαετία εξέλιξη του μέσου όρου της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών.
Μισθωτοί – Ελεύθεροι Επαγγελματίες. Εξέλιξη της διαφοράς της φορολογικής επιβάρυνσης:
Με τη σχέση “διαφορά της φορολογικής επιβάρυνσης” μετράμε το ποσοστό που οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν αυξημένους φόρους σε σχέση με τους μισθωτούς, για ισόποσο εισόδημα.
* Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1964-2013, παρατηρήθηκε μία σημαντική διαφορά στη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία μερικές φορές υπερέβη και το 200%.
* Στην περίοδο 1974-1970, ο μέσος όρος της διαφοράς βρέθηκε στο 58,5%, ενώ αυξήθηκε σε 79,1% κατά την περίοδο 1971-1980. Όμως, πρακτικά, η διαφορά αυτή ήταν άνευ ουσίας, αφού καθ’ όλη την περίοδο 1964 – 1977 η φορολογική επιβάρυνση στα μέσα εισοδήματα ήταν ιδιαίτερα χαμηλή (μεταξύ του 0,3% και του 3,0%) και μόλις μετά το 1977 άρχισε να αυξάνεται. Συνεπώς, σε οικονομικούς όρους, στο διάστημα αυτό η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών ήταν χωρίς μεγάλη σημασία.
* Στην περίοδο 1981, παράλληλα με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αυξήθηκε και η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών. Η κορύφωση της διαφοράς αυτής παρατηρήθηκε το 1984, όταν έφθασε στο 121%, ενώ ο μέσος όρος της διαφοράς για ολόκληρη τη δεκαετία βρέθηκε στο 91,3%.
* Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, υπέρ των ελευθέρων επαγγελματιών κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες. Στην περίοδο 1991-2000, παράλληλα με τη γενικότερη πτώση των φορολογικών συντελεστών, υποχώρησε σημαντική η σχέση της διαφοράς στη φορολόγηση σε σύγκριση με τους μισθωτούς, φθάνοντας στο 19,8% (μέσος όρος). Στη δεκαετία του 2000 η σχέση αυτή υποχώρησε ακόμη περισσότερο και, κατά μέσο όρο, έφθασε στο 9,4%.
* Η σχέση αυτή ανατρέπεται από το 2011 για δύο κυρίως λόγους: την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος από το έτος 2011 και τη θέσπιση διαφορετικής φορολογικής κλίμακας για τους ελεύθερους επαγγελματίες (με την παράλληλα κατάργηση του αφορολόγητου ορίου) από το 2013 (οικονομικό έτος 2014). Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν τη φορολογική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών στο 29,4% και τη διαφορά στη φορολόγηση μεταξύ των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών στο 164%!
Δείτε το διάγραμμα της εξέλιξης της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών.
Δείτε πίνακα με την κατ' έτος φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, για την περίοδο 1964 – 2013. (Πατήστε εδώ)
Πώς εξηγείται η διαφοροποίηση στη φορολογία μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών: Ο κυριότερος παράγοντας για την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών είναι η δυνατότητα που έχουν για φοροδιαφυγή.
Η δυνατότητα αυτή όντως υπήρχε στις παλαιότερες δεκαετίες. Σ’ αυτό ευθυνόταν η κακή οργάνωση του Κράτους, οι εγγενείς αδυναμίες από την (παλαιότερη) έλλειψη μηχανογραφικών μέσων, η έλλειψη πολιτικής βούλησης και το χαμηλό επίπεδο φορολογικής συνείδησης. Και ακριβώς λόγω της δυνατότητας αυτής, η φοροδιαφυγή πολλών κατηγοριών ελευθέρων επαγγελματιών συχνά έφθανε σε προκλητικά επίπεδα.
Σήμερα, πολλοί από τους παραπάνω παράγοντες εξακολουθούν να υφίστανται, όμως, αυτό συμβαίνει σε μειωμένο βαθμό. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν αλλάξει πολλά, τόσο στην οργάνωση του Κράτους, όσο και λόγω της μηχανογράφησης μέσω της οποίας πλέον είναι περισσότερο εύκολη και πλήρης η δυνατότητα παρακολούθησης της δραστηριότητας, των εισοδημάτων και της περιουσίας των φορολογουμένων. Έτσι, αν κάποιος μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη μίας διαφορετικής μεταχείρισης μίας κατηγορίας φορολογουμένων στο παρελθόν, σήμερα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να γίνει.
Πέραν του ότι είναι άδικο προς τους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι είτε επιλέγουν να είναι ειλικρινείς, είτε δε μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, η διαφορετική μεταχείριση των φορολογουμένων συνιστά μία σαφέστατη παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος.
Πέραν του ότι είναι άδικο προς τους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι είτε επιλέγουν να είναι ειλικρινείς, είτε δε μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, η διαφορετική μεταχείριση των φορολογουμένων συνιστά μία σαφέστατη παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος.
Οι “Έλληνες Φορολογούμενοι” οδηγούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, προσφυγή ελεύθερου επαγγελματία, με στόχο να κριθεί η συνταγματικότητα της διάκρισης της συμμετοχής στα κοινά βάρη με βάση το επάγγελμα των πολιτών.
* Ο κ. Γιάννης Σιάτρας, είναι οικονομολόγος και επικεφαλής του Κινήματος Πολιτών “Έλληνες Φορολογούμενοι”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τους φίλους αναγνώστες:
ΟΧΙ GREEKLISH,
ΟΧΙ ΠΡΟΣΒΛΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ